προεξερευνητής

προεξερευνητής
και προὐξερευνητής, ὁ, Α [προεξερευνῶ]
ο κατάσκοπος, ο ανιχνευτής που έχει σταλεί από πριν.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • προυξερευνητάς — προεξερευνητά̱ς , προεξερευνητής explorer sent before masc acc pl προεξερευνητά̱ς , προεξερευνητής explorer sent before masc nom sg (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προυξερευνητής — ὁ, Α βλ. προεξερευνητής …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”